Με την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, που κήρυξαν τα κράτη σε ολόκληρο σχεδόν τον πλανήτη στο όνομα του “πολέμου ενάντια στον αόρατο εχθρό”, αξιοποίησαν όλη τη συσσωρευμένη εμπειρία διαχείρισης πληθυσμού με υγειονομικό πρόσημο, που έχει παραχθεί ιστορικά. Οι καραντίνες, που εφαρμόστηκαν στο μεσαίωνα για την αντιμετώπιση επιδημιών, όπως η πανώλη επανήλθαν τον 19 ο αιώνα για την αντιμετώπιση επιδημιών όπως η χολέρα. Έτσι, την τελευταία δεκαετία του 19 ου αιώνα, και ενώ τα αρμόδια κρατικά επιτελεία ενδυνάμωναν τις προσπάθειες συντονισμού τους μέσα από διεθνή συνέδρια υγιεινής, τα οποία πραγματοποιούνταν σχεδόν κάθε δέκα χρόνια, αναπτύχθηκε η σκέψη για μια αντικατάσταση των παραδοσιακών μηχανισμών υγειονομικού ελέγχου, όπως η καραντίνα. Η σκέψη αφορούσε μια “έξυπνη” τρόπον τινά καραντίνα, που θα ρύθμιζε συνάμα και την οικονομική δραστηριότητα, και σε αυτό το πλαίσιο τέθηκε για πρώτη φορά η ιδέα των “υγειονομικών διαβατηρίων”.1
Ήταν μια εποχή, που οι μέθοδοι ελέγχου των μετακινήσεων του πληθυσμού έθεταν τις βάσεις, πάνω στις οποίες ανέπτυσσαν κοινή δράση οι εξουσίες μεταξύ τους· καθορίζοντας ταυτόχρονα και το πλαίσιο με το οποίο συγκροτούνται οι επιμέρους κρατικοί μηχανισμοί στο εσωτερικό τους. Στις μέρες μας, φαίνεται να συντελείται μια αντίστοιχη διαδικασία ανασυγκρότησης των επιμέρους κρατικών οντοτήτων, σε μια πολυεπίπεδη και ριζική διαδικασία αναδιάρθρωσης (τουλάχιστον) στον δυτικό κόσμο· κι όταν το κράτος μετασχηματίζεται, οι υγειονομικές περιφράξεις είναι αναγκαίες. Και σε αυτή τη διαδικασία, τα “υγειονομικά διαβατήρια” λειτουργούν ως συστήματα, με τα οποία καταγράφεται η κοινωνική κινητικότητα, με τα οποία κατασκευάζονται νέες ταυτότητες, κατηγοριοποιήσεις και διαχωρισμοί και με τα οποία εν τέλει παράγονται νέες μορφές υποκειμενικότητας και νομιμοφροσύνης.
Έχοντας πάρει φόρα από την εμπέδωση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, σύσσωμες οι εξουσίες του δυτικού κόσμου φαίνονται αποφασισμένες να εκμεταλλευτούν την παρακαταθήκη απ’ την επιβολή ιστορικά αδιανόητων απαγορεύσεων στους πληθυσμούς, οι οποίοι τείνουν να εξοικειωθούν με την ιδέα ότι πρέπει να δίνουν λογαριασμό στο κράτος για κάθε τους κίνηση. Το ότι σε αυτή τη φάση οι εξουσίες έχουνε σαν όχημα τον εκβιασμό του έμμεσου ή δια νόμου υποχρεωτικού εμβολιασμού –μάλιστα με προϊόντα βιοτεχνολογίας, και παρά τα ποικίλα φιάσκο των εμβολιαστικών εκστρατειών του παρελθόντος, όπως το 1976 ή το 2009– 2 δείχνει όχι μόνο πολιτικό ρίσκο αλλά και θράσος. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτού του γεγονότος είναι ότι μπορεί να κατέχουν την πρωτοβουλία κινήσεων, η κατάσταση όμως συνολικά εξακολουθεί να παραμένει ρευστή.
Με τη χρησιμοποίηση ενός υγειονομικού οχήματος ως μοχλού πίεσης, οι δυτικές εξουσίες αναδιαμορφώνουν ριζικά τους όρους με τους οποίους συγκροτούνται οι πολιτικές κοινότητες. Στη γέννηση των δυτικών φιλελεύθερων δημοκρατιών καθορίστηκε ως προϋπόθεση του να είσαι άνθρωπος, το να είσαι πολίτης. Η παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων όρισε τη σύναψη ενός κοινωνικού συμβολαίου κι έκτοτε η ιδιότητα του πολίτη επεκτάθηκε πολιτικά και κοινωνικά. Στα σημερινά δυτικά καθεστώτα φιλελεύθερων δημοκρατιών η ιδιότητα του πολίτη συνδέεται με βιολογικούς όρους και καθοδηγητική αρχή των πολιτικών κοινοτήτων γίνεται η συμμόρφωση με υγειονομικές υποδείξεις και πρωτόκολλα, η εν-σωμάτωση προληπτικών ιατρικών πράξεων. Προκειμένου όμως να νομιμοποιηθούν ιδεολογικά οι νέες, υγειονομικού τύπου, περιφράξεις και ταξικότητες, που προϋποθέτουν μια βίαιη χάραξη του ορίου μεταξύ των συμφερόντων του ατόμου και των συμφερόντων της κοινότητας, είναι αναγκαία μια επίκληση στο ανθρωπιστικό πρόσχημα της φροντίδας της κοινότητας, επίκληση που εργαλειακά στοχεύει στην απόσπαση συναινέσεων και στην κατασκευή μηχανισμών ενοχοποίησης για τα κομμάτια του πληθυσμού που δεν πειθαρχούν.3
Είναι τέτοια η αντιστροφή των όρων στην κυρίαρχη προπαγανδιστική φαρέτρα, που η έννοια της κοινωνικής αλληλεγγύης διαστρέφεται ολοκληρωτικά προκειμένου να σηματοδοτήσει πρακτικές κοινωνικού αυτοματισμού, στιγματισμού και κανιβαλισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, τα δυτικά κράτη με τη βοήθεια όλου του επίσημου ή ανεπίσημου επιτελείου τους (των ειδικών τους, των δημοσιογράφων και των λοιπών διαμεσολαβητικών μηχανισμών από τη βιομηχανία της κουλτούρας και του εμπορεύματος, που θεωρούν ότι κερδίζουν “πηγαίνοντας με το ρεύμα”) επιχειρούν να αποφασίσουν με ποιους όρους θα έχει αξία η ζωή, αναπαράγοντας δυναμικά τη δυνατότητά τους να θεσπίζουν νέα κριτήρια για την πρόσβαση των ατόμων στις ποικίλες κοινωνικές υπηρεσίες και για τη συμμετοχή τους στην δημόσια ζωή.
Τα “υγειονομικά διαβατήρια” όντας συνέχεια των εξευτελιστικών βεβαιώσεων μετακίνησης και sms κι έχοντας την πρόθεση να λειτουργήσουν ως συστήματα χορήγησης αδειών για ένα πλήθος δραστηριοτήτων, που έχουν να κάνουν με την κοινωνική ζωή των ανθρώπων, αποτελούν μια de facto έκφραση της εξουσίας, που πιστοποιεί την ικανότητα της ιδιότητας του πολίτη – όπως άλλωστε και κάθε διαβατήριο. Αποτελούν δηλαδή το απόλυτο έγγραφο της νέας ιατρικής αστυνομίας, με βάση το οποίο διαμορφώνονται νέες ζώνες αποκλεισμού και νέες ζώνες ευνοϊκής μεταχείρισης. Κατασκευάζονται έτσι νέα μέτρα εξαρτήσεων κι ελέγχου του πληθυσμού κι άρα παράγονται νέοι τύποι νομιμότητας.
Μέσω μάλιστα του συστήματος ποινών κι ανταμοιβών/κινήτρων/ προνομίων (που παραπέμπει είτε στο σύστημα κοινωνικής αξιολόγησης και βαθμολόγησης των πολιτών, που εφαρμόζεται στην Κίνα εδώ και περίπου μια δεκαετία, είτε στα συστήματα πιστοληπτικής αξιολόγησης κι ανταποδοτικού οφέλους που εφαρμόζονται σε δυτικούς καπιταλιστικούς οργανισμούς όπως τράπεζες κι ασφαλιστικές εταιρείες), τα “υγειονομικά διαβατήρια” φαίνεται να έχουν μια επιπρόσθετη πολιτική λειτουργία. Καθώς επιχειρείται με όλα τα μέσα –οικονομικά, ηθικά, νομικά, κτλ.– ο καθορισμός της συμπεριφοράς του πληθυσμού ανάλογα με το βαθμό συμμόρφωσής του προς το κράτος (και την εκάστοτε αφήγησή του), τείνει να μετατοπίζεται το πεδίο που ορίζει τι είναι νόμιμο και τι είναι παράνομο. Η νομιμοφροσύνη παράγεται άμεσα από την κρατική εξουσία, πριμοδοτώντας συμπεριφορές που πρέπει διαρκώς να ικανοποιούν, να υποτάσσονται πλήρως και να μην αμφισβητούν το κράτος και την επιβολή του, επί των ζωών των υπηκόων του.
Αν μη τι άλλο, ζούμε σε ενδιαφέροντα διδακτικούς καιρούς…
- Η ιδέα είχε γαλλική προέλευση (“passeport sanitaire”) αλλά δεν έτυχε γενικής αποδοχής. Υποστηρίχτηκε από ένα μόνιμο μέλος της γαλλικής αντιπροσωπείας στα διεθνή συνέδρια υγιεινής, τον καθηγητή υγιεινής Adrien Proust (πατέρα του συγγραφέα Marcel). Ο A. Proust και πολλοί σύγχρονοί του, υποστήριζαν την αναγκαιότητα εγκαθίδρυσης μιας νέας μορφής παγκόσμιας υπευθυνότητας, στην οποία θα πρέπει να συνεργαστούν τα διαφορετικά έθνη-κράτη κι οι αυτοκρατορίες με την επιστήμη προκειμένου να θεσπίσουν κοινά υγειονομικά πρωτόκολλα.
- Τον Ιανουάριο του 1976 σε μια στρατιωτική βάση του New Jersey εντοπίστηκαν συμπτώματα γρίπης. Το στέλεχος του ιού προσδιορίστηκε μετά από ένα μήνα ως H1N1 (γρίπη των χοίρων). Αν και έμοιαζε γενετικά (δηλαδή στα επιφανειακά αντιγόνα) με τη λεγόμενη ισπανική γρίπη του 1918, ανιχνεύτηκαν συμπτώματα σε 230 στρατιώτες, ένας εκ των οποίων πέθανε. Παρ’ όλ’ αυτά, η κυβέρνηση των ΗΠΑ ανακοίνωσε το Μάρτιο ένα φιλόδοξο πρόγραμμα εμβολιασμού που θα κάλυπτε 210 εκατομμύρια αμερικανούς (η καμπάνια καλούσε για την ανοσοποίηση “κάθε άνδρα, κάθε γυναίκας και κάθε παιδιού στην Αμερική”). Γι’ αυτό το λόγο μέσα στο καλοκαίρι ρυθμίστηκαν ζητήματα, που είχαν να κάνουν με τη νομοθεσία αποζημιώσεων για την εξασφάλιση συνεργασιών με τις φαρμακευτικές εταιρείες, μιας και η Αμερικάνικη Ασφαλιστική Ένωση είχε ανακοινώσει ότι δεν θα καλύψει την ευθύνη για το εμβόλιο. Το αμερικάνικο Κογκρέσο διέθεσε τελικά 135 εκατομμύρια δολάρια για την εφαρμογή του εμβολιαστικού προγράμματος κι η έναρξη της διάθεσης του εμβολίου έγινε τον Οκτώβρη. Σε μικρό διάστημα 3 άνθρωποι που εμβολιάστηκαν, πέθαναν από καρδιακή προσβολή. Από το Δεκέμβρη κι ενώ η διάθεση του εμβολίου πραγματοποιούνταν και σε παιδιά, άρχισαν να εμφανίζονται σε εμβολιασμένους ανθρώπους σύνδρομα μιας σπάνιας αλλά σοβαρής αυτοάνοσης διαταραχής, που προκαλεί μυϊκή αδυναμία, παράλυση, ακόμα και θάνατο: το σύνδρομο Guillain–Barré. Κι ενώ η έκρηξη της επιδημίας (ανάλογης με το 1918) ποτέ δεν πήρε σάρκα και οστά, μέσα στις 6 βδομάδες που διήρκησε τελικά το εμβολιαστικό πρόγραμμα, οι επιβεβαιωμένες περιπτώσεις αυτού του συνδρόμου σε εμβολιασμένο πληθυσμό (45 εκατομμύρια) ήταν περίπου 500 άτομα (κυρίως νέοι). Έκτοτε, η πιθανή σχέση όλων των εμβολίων κατά της γρίπης με αυτό το σύνδρομο, αποτέλεσε σημείο επιστημονικής διαμάχης.Το φιάσκο της εμβολιαστικής εκστρατείας κατά της γρίπης των χοίρων (H1N1) το 2009- 2010 δεν είχε να κάνει μόνο με ιατρικές παρενέργειες (εκτός από τα 1300 διαπιστωμένα περιστατικά ναρκοληψίας υπάρχει και μια μελέτη –του CDS– που καταγράφει μια μικρή αύξηση του ποσοστού του συνδρόμου Guillain–Barré σε εμβολιασμένους) αλλά και με οικονομικά δεδομένα, κάτι που έβαλε το λιθαράκι στην αιφνίδια λήξη της “πανδημίας” από τον ΠΟΥ. Στα ελληνικά δεδομένα, το καλοκαίρι του 2009 ο υπουργός υγείας της ΝΔ (Δ. Αβραμόπουλος) εισηγήθηκε τον υποχρεωτικό εμβολιασμό όλου του πληθυσμού ενώ το Νοέμβριο, η υπουργός υγείας του ΠΑΣΟΚ (Μ. Ξενογιαννακοπούλου) κάνοντας κι η ίδια το εμβόλιο έλαβε ενεργά μέρος στην εμβολιαστική εκστρατεία, μήπως κι αντιστρέψει την απροθυμία του γενικού πληθυσμού ή των υγειονομικών (η συντριπτική πλειοψηφία, ιδίως των νοσηλευτών, αρνείται να εμβολιαστεί). Τελικά, τον Ιανουάριο του 2010 η υπουργός έκανε προσπάθειες για την ακύρωση της παραγγελίας των 12 εκατομμυρίων δόσεων…
- Χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση του υπουργού επικρατείας Γεραπετρίτη στα πλαίσια του διαδικτυακού συνεδρίου που διοργάνωσε η “Πρωτοβουλία 1821-2021” τον Γενάρη του 2021 με θέμα “Επιδημίες: Μια διαχρονική απειλή, μια πρόκληση για το μέλλον” κι είχε στις 28/1/2021 ως νομική θεματική ενότητα την ομιλία “Πανδημία, θεμελιώδη δικαιώματα και δημοκρατία – Η πρόκληση του εμβολιασμού”. Ο Γεραπετρίτης υποστήριξε ότι η υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών, πρέπει να βάλει ένα τέλος στο φιλελεύθερο παραδοσιακό μοντέλο των ατομικών δικαιωμάτων και να εισάγει δικαιώματα κοινωνικής αλληλεγγύης και φροντίδας της κοινότητας. Μάλιστα ανέτρεξε και σε δικαστική απόφαση στις ΗΠΑ του 1905 περί της υποχρεωτικότητας των εμβολίων κατά της ευλογιάς, σύμφωνα με την οποία το χρέος της κοινωνικής αλληλεγγύης είναι εμποτισμένο μέσα στα ατομικά δικαιώματα ως εγγενές συστατικό.