Μισθωτή εργασία στα χρόνια του κορωνοϊού

Το πρόσφατο παρελθόν

Το 2008 ξεκίνησε από τις ΗΠΑ η επονομαζόμενη διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση. Λόγω της παγκόσμιας διασύνδεσης του κεφαλαίου, τράπεζες σε ολόκληρο τον κόσμο έφτασαν στα όρια της χρεοκοπίας, κυβερνήσεις τρέχανε να τις σώσουν μέσω κρατικοποιήσεων και συγχωνεύσεων. Με πολιτικές αποφάσεις δηλαδή και χρήματα των απανταχού πληβείων φορολογούμενων, σώθηκαν οι νόμιμοι τοκογλύφοι. Συνέβη μια ακόμη αναδιάρθρωση του παγκόσμιου κεφαλαίου, που αποτελεί δομική διαδικασία για την ίδια του την επιβίωση και ανατροφοδότηση και όχι προϊόν απληστίας και λάθος οικονομικών χειρισμών. Μας λέγανε τότε, ότι πρόκειται για τη χειρότερη οικονομική ύφεση από αυτή του 1929.

Σε αυτή τη συγκυρία, τον Απρίλιο του 2010, ο Γ. Παπανδρέου, τότε πρωθυπουργός, ανακοίνωσε μέσω διαγγέλματος από το ειδυλλιακό Καστελόριζο, ότι το ελληνικό κράτος θα προσφύγει αναγκαστικά για δανειοδότηση άνευ όρων στο “μηχανισμό στήριξης” ΔΝΤ-ΕΕ. Το σκάφος, έλεγε χαρακτηριστικά, είναι έτοιμο να βυθιστεί και έπρεπε να προετοιμαστούμε για την αρχή μιας νέας οδύσσειας. Οι αρμόδιοι ειδικοί-επιστήμονες, που τότε ήταν οι οικονομολόγοι, μέσω των μίντια πλημμύρισαν τη ζωή μας με άχρηστους, ακαταλαβίστικους όρους όπως spreads, cacs, cds, οίκοι αξιολόγησης και αξιόχρεα, με επίκεντρο το φόβο της χρεοκοπίας.

Στα χρόνια που ακολούθησαν βιώσαμε στο πετσί μας τις προεκτάσεις της συγκεκριμένης πολιτικής επιλογής, η υποτίμηση της εργατικής δύναμης χρησιμοποιήθηκε για μια ακόμη φορά ως μέσο για την παράκαμψη της κρίσης, με αποτέλεσμα την περεταίρω εμβάθυνσή της. Η τεχνητή δημιουργία νέου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, πραγματοποιήθηκε με την αναχρηματοδότηση υπέρογκων δανείων, παράγοντας τη συνακόλουθη επιβολή ολοένα και πιο σκληρών δημοσιονομικών μέτρων. Μνημόνια –μέτρα λιτότητας δηλαδή– που οδήγησαν στο πετσόκομμα μισθών και συντάξεων, έκρηξη της ανεργίας, φτωχοποίηση της κοινωνίας. Τις μαχητικές μαζικές αντιδράσεις των επόμενων χρόνων τις κατάπιε το ίδιο το πολιτικό σύστημα, αφού μεταφράστηκαν σε εκλογικά αποτελέσματα. Η κοινωνία και πάλι είχε διαλέξει το δρόμο της ανάθεσης της τύχης της στους πολιτικούς.

Το παρόν

Σύμφωνα με την καθεστωτική ρητορική, το Δεκέμβριο του 2019 ξεκίνησε η διάδοση ενός ιού, που ονομάστηκε SARS-CoV-2 και εξαπλώθηκε σε ολόκληρο τον πλανήτη. Το Μάρτη του 2020 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανακήρυξε την ασθένεια πανδημία. Οι εκλεγμένοι κυβερνήτες του δυτικού ανεπτυγμένου κόσμου ξεκίνησαν να κηρύσσουν ο ένας μετά τον άλλο τα φέουδά τους σε “κατάσταση έκτακτης ανάγκης”, αναγγέλλοντας ότι βρισκόμαστε σε πόλεμο, αυτή τη φορά με έναν αόρατο εχθρό. Τώρα οι ειδικοί-επιστήμονες που πλημύρισαν τη ζωή μας με νέους ακαταλαβίστικους όρους, pcr, διάφορα είδη φαρμάκων με παράξενες ονομασίες, είναι οι γιατροί και στο επίκεντρο ο φόβος του θανάτου.

Με αφορμή λοιπόν τον κορωνοϊό και για λόγους δημόσιας υγείας, όπως λέγεται, τα κράτη προχώρησαν σε αναγκαστικά “καθολικά λοκ νταουν”, στην απαγόρευση της ελεύθερης κυκλοφορίας μας, επέβαλαν αναστολές συμβάσεων εργασίας σε ολόκληρους κλάδους, κατέστησαν υποχρεωτική την τηλεργασία. Με το πρόσχημα ενός εξωγενούς παράγοντα, όπως τον ονομάζουν, συνεχίζουν με πιο εντατικούς όρους την προϋπάρχουσα αναδιάρθρωση του κεφαλαίου, με όσα αυτή μπορεί να συνεπάγεται˙ έκρηξη ξανά της ανεργίας, ακραία υποτίμηση του βιοποριστικού μας επιπέδου, πλήρη ελαστικοποίηση των όρων εργασίας. Αφού μας έκλεισαν στα σπίτια μας, μας πέταξαν κι ένα ξεροκόμματο ειδικής αποζημίωσης, γεγονός που λειτούργησε αφομοιωτικά ως προς την οργάνωση και διεκδίκηση των συμφερόντων μας, αποσυμπιέζοντας τις όποιες κοινωνικές εκρήξεις. Δυστυχώς, αρκετοί εξέλαβαν τις κρατικές “αποζημιώσεις” ως επιδοτούμενες διακοπές.

Αρχές Μάη, όταν παροδικά άρχισαν να αίρονται οι απαγορεύσεις, για να μας χρυσώσουν το χάπι αποφάσισαν σε κεντρικό επίπεδο, εν προκειμένω σε πανευρωπαϊκό, την εφαρμογή του προγράμματος Sure. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα ευρωπαϊκό δάνειο, το οποίο καταμερίζεται μεταξύ των κρατών μελών της ένωσης, ούτως ώστε να πληρώσουν μειωμένους τους μισθούς μας μαζί με τ’ αφεντικά προς αποφυγή περαιτέρω απολύσεων.

Η συγκεκριμένη “θεραπεία” δεν είναι καινούρια, αλλά αποτελεί μια παραλλαγή του γερμανικού Kurzarbeit (εργασία βραχείας διαρκείας), το οποίο εφαρμόστηκε στη Γερμανία κατά την οικονομική κρίση του 2008 και είχε ισχύ από ένα μέχρι δύο χρόνια. Οι εργαζόμενοι λάμβαναν μειωμένους μισθούς ανάλογα με το μειωμένο ωράριο εργασίας τους, ενώ η διαφορά των αμοιβών τους καλύπτονταν από το κράτος σε ποσοστό από 40 έως 60% μέσω “επιδόματος”. Σε όλη τη διάρκεια ισχύος του προγράμματος οι εργαζόμενοι μπορούσαν να δουλέψουν και σε άλλο αφεντικό, άμα δεν έβγαιναν οικονομικά και έπρεπε να είναι διαθέσιμοι για προγράμματα μετεκπαίδευσης, διά βίου μάθησης κλπ.

Συν… ΑΝΕΡΓΙΑ

Τα παραπάνω στον ελλαδικό χώρο εξειδικεύτηκαν με το πρόγραμμα Συν-εργασία, που τέθηκε σε ισχύ τον Ιούνη με βάθος διάρκειας μέχρι το Δεκέμβρη του 2020 (όπως διαβάζουμε τελευταία θα πάρει παράταση έως και το Μάρτη του 2021). Σύμφωνα με τα όσα προβλέπει, το εκάστοτε αφεντικό έχει το δικαίωμα να μειώσει το χρόνο εργασίας ενός εργαζόμενου πλήρους απασχόλησης έως και 50%. Το κράτος καλύπτει το 60% του μισθού που χάνει ο εργαζόμενος για τις ώρες που δε δουλεύει και το αφεντικό καλύπτει αντίστοιχα τις ώρες εργασίας. Επιπλέον, το κράτος πληρώνει εξολοκλήρου τις ασφαλιστικές εισφορές. Μιλάμε ουσιαστικά για μια νέα μορφή εκ περιτροπής εργασίας, που δίνει το δικαίωμα στα αφεντικά να μετατρέψουν μονομερώς συμβάσεις αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης σε μερικής.

Οι εποχικά εργαζόμενοι του τουριστικού και επισιτιστικού κλάδου καλούνται εδώ και μήνες να επιβιώσουν αρχικά με το ξεροκόμματο των 534 ευρώ και μετά με τα ψίχουλα του ταμείου ανεργίας. Οι άνεργοι, ειδικά οι μακροχρόνια, έχουν αφεθεί στο έλεος, καταδικασμένοι να πεινάσουν. Οι ανασφάλιστοι εργαζόμενοι μένουν φυσικά εκτός οποιασδήποτε ρύθμισης καταδικασμένοι στην “αφάνεια” που οι ίδιοι επιλέξανε, είτε γιατί θεώρησαν πιο συμφέρον να παίρνουν τα λεφτά στο χέρι, είτε γιατί δεν αρνήθηκαν να δουλεύουν αδήλωτοι υποκύπτοντας στους εξαναγκασμούς των αφεντικών, χαρίζοντάς τους εργατικά δικαιώματα που μπορεί να θεωρούνται κεκτημένα, δεν είναι όμως καθόλου δεδομένα.

Όσα δάνεια και να πάρουν, τα οποία εμείς πάλι θα καλεστούμε να αποπληρώσουμε, όσα ψίχουλα και να μας δώσουν, το μαύρο δε γίνεται άσπρο. Έχουν το θράσος να μας λένε ότι μπορούμε να ζούμε κι έτσι, μας υπενθυμίζουν σε όλους τους τόνους ότι έχουμε καπιταλισμό, μας κατηγορούν ότι είμαστε άνεργοι γιατί δεν ξέρουμε να φτιάξουμε σωστά τα βιογραφικά μας. Επειδή γνωρίζουμε πολύ καλά τί σημαίνει καπιταλισμός, γνωρίζουμε ότι μια χαρά τους βολεύει η ανεργία να βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, γιατί όσο μεγαλώνουν τα ποσοστά της, τόσο πέφτουν τα μεροκάματα. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι αφεντικά και κεφάλαιο επιχειρούν να μας οδηγήσουν στην πλήρη εξαθλίωσή μας.

Ο ΣΕΒ υπαγορεύει το κράτος εκτελεί

Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι το κεφάλαιο από τις αρχές της “πανδημίας” επανέφερε στο προσκήνιο επιτακτικά την αλλαγή του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου, που διέπει τις εργασιακές σχέσεις. Με αφορμή δηλαδή την αντιμετώπιση μιας πανδημίας απαίτησε αυτό που ζητάει πάντα, περισσότερη “προσαρμοστικότητα” και “ευελιξία”. Και ο Κ. Μητσοτάκης εξήγγειλε από το βήμα της ΔΕΘ την αλλαγή της σχετικής νομοθεσίας λέγοντας χαρακτηριστικά τα εξής: «Φαντάζομαι λίγοι θα είχαν αντίρρηση στο να μπορούν οι εργαζόμενοι να έχουν περισσότερη ευελιξία, εφόσον το επιθυμούν οι ίδιοι, χωρίς αυτό να σημαίνει κατάργηση του οκταώρου. Λίγοι μπορεί να έχουν αντίρρηση για το γεγονός ότι ένας εργατικός νόμος του 1982 χρειάζεται επιτέλους κάποιο ουσιαστικό εξορθολογισμό» (13/9/2020).

Μόνο που έχουμε γίνει ήδη λάστιχο. Την τελευταία δεκαετία όσοι δουλεύουμε γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ο φόρτος εργασίας που καλούμαστε να βγάλουμε εις πέρας αναλογεί σε δύο και τρεις ανθρώπους, ότι οι απλήρωτες υπερωρίες αποτελούν άτυπο κανόνα, ότι η εκ περιτροπής εργασία μια χαρά βασίλευε χωρίς να τους κάνουνε δώρο τις ασφαλιστικές εισφορές που είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουνε. Όσοι πεταχτήκαμε εκτός αγοράς εργασίας, παραμένουμε άνεργοι χωρίς καμιά στήριξη και προοπτική. Ακόμα κι αν ξαναβρούμε δουλειά, αυτή θα είναι με χείριστους όρους. Κάποιοι λιθάρι το λιθάρι από τα κάτω και χωρίς καμία στήριξη από τους εργατοπατέρες, παλεύουμε να καλυτερέψουμε αυτούς τους όρους, ενώ κάποιοι παραδίδονται αμαχητί στους εκβιασμούς των αφεντικών.

Το νέο νομοσχέδιο, προβλέπει και με τη βούλα του κράτους πλέον, την κατάργηση του 8ώρου και της αμειβόμενης υπερωριακής εργασίας, αφού θεσμοθετείται σε ημερήσια βάση η 10ώρη εργασία χωρίς επιπλέον αμοιβή, αλλά ανταλλαγή των επιπλέον ωρών με τη μορφή άδειας ή ρεπό. Αντίστοιχα, αυξάνεται και το ανώτερο πλαφόν των νόμιμων υπερωριών από 120 ώρες που είναι σήμερα σε ετήσια βάση, σε 120 ώρες ανά εξάμηνο. Βαίνει προς κατάργηση η κυριακάτικη αργία, καθώς διευρύνεται η λίστα των επιχειρήσεων που θα μπορούν να λειτουργούν. Συρρικνώνεται περεταίρω ο ρόλος του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) με τη μεταφορά της αρμοδιότητας των “εργατικών διαφορών” στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ), που είναι φορέας των αφεντικών. Το νέο νομοσχέδιο καταργεί στην ουσία της τη λειτουργία της απεργίας, του βασικού και πιο ισχυρού μέσου που έχουμε για να διεκδικούμε τα συμφέροντά μας, καθώς επιβάλλει τη λειτουργία επιχειρήσεων του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα με προσωπικό ασφαλείας 40%. Ταυτόχρονα, ποινικοποιεί τις ίδιες τις απεργιακές δράσεις, αφού μια απεργία θα κηρύσσεται παράνομη, όταν ασκείται από τους απεργούς “ψυχολογική ή σωματική βία”. Δηλαδή, βία μπορεί να αποτελούν τα συνθήματα, τα πανό, τα κείμενα προπαγάνδισης, οι καταλήψεις εργασιακών χώρων που λειτουργούν παρά την ύπαρξη απεργιακής κινητοποίησης και ο δίκαιος τραμπουκισμός των απεργοσπαστών τους. Τέλος, στο νέο νομοσχέδιο προβλέπεται φυσικά η πολυπόθητη θεσμοθέτηση της τηλεργασίας. Εν ολίγοις, ο “εξορθολογισμός” της εργατικής νομοθεσίας από το κράτος ορίζεται ως η παράδοση προς απεριόριστη εκμετάλλευση στ’ αφεντικά μιας στρατιάς εργαζόμενων και ανέργων.

Τηλεργασία όπως τηλεζωή

Η τηλεργασία σαν μορφή οργάνωσης και εκτέλεσης εργασίας δεν πρωτοεμφανίστηκε τώρα λόγω του κορωνοϊού. Στις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως σε επαγγέλματα που άπτονται του τεχνολογικού τομέα αποτελεί εργασιακή μόδα εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Μόνο που μέχρι τώρα ήταν προαιρετική και πλέον καθίσταται το κυρίαρχο υποχρεωτικό μοντέλο δουλειάς.

Τα επιχειρήματα όσων εργαζόμενων γουστάρουν τηλεργασία ταυτίζονται πάνω κάτω με αυτά των αφεντικών για την επιβολή της. Μπορώ να δουλέψω στη θαλπωρή του σπιτιού μου ασφαλής, με τις πυτζάμες, να τρώω το ζεστό μου το φαγάκι, γλυτώνω το χρόνο μετακίνησης από και προς τη δουλειά μου, μπορώ ενδεχομένως να δουλέψω από όπου θέλω, ακόμη και για εταιρίες που εδρεύουν σε άλλη πόλη ή χώρα από αυτή που μένω. Ευκολία λοιπόν και για τη μια και για την άλλη μεριά.. Είναι όμως στα αλήθεια έτσι;

Στην πραγματικότητα, η τηλεργασία εντάσσεται ξεκάθαρα στις πολιτικές ευελιξίας και ελαστικοποίησης της εργασίας. Προσφέρει εξοικονόμηση πόρων για τους εργοδότες που απορρέει από το χαμηλότερο εργατικό κόστος και την καταναγκαστική αύξηση της παραγωγικότητας. Το μύθο της ευέλικτης εργασίας χωρίς σύνορα, έρχεται να καταποντίσει η μίσθωση φτηνού εργατικού δυναμικού χωρίς σύνορα. Γιατί για παράδειγμα, κάποιος που δουλεύει στην Ελλάδα ή στην Ινδία για μία μεγάλη εταιρία πληροφορικής δεν αμείβεται με το καθεστώς της έδρας της εταιρίας, αλλά με το καθεστώς που επικρατεί στη χώρα διαμονής του. Σε αυτό το πλαίσιο ο ιδιωτικός χώρος του σπιτιού μας μετατρέπεται σε γραφείο-κάτεργο, δεν υπάρχει τρόπος να διασφαλιστεί το ωράριο εργασίας μας, πρέπει να είμαστε συνεχώς διαθέσιμοι, δεν μπορούμε να απουσιάζουμε για λόγους ασθενείας, δεν μπορούμε να συναναστραφούμε συναδέλφους μας, δε θα τους γνωρίσουμε καν. Οδηγούμαστε λοιπόν σε πλήρη αποξένωση, γεγονός που θα σημάνει το τέλος της όποιας συλλογικοποίησης των αντιστάσεων στους χώρους δουλειάς, της δύναμης που διαθέτουμε όταν είμαστε κοντά μεταξύ μας.

Οπότε η εικόνα της οικιακής θαλπωρής μετατρέπεται απευθείας σε εφιάλτη, σε τσιμεντένιο κλουβί πολυκατοικίας, αφού ουσιαστικά θα πρέπει να δουλεύουμε με 40 πυρετό, με σπασμένα πόδια ενδεχομένως, να βυζαίνουμε και τα μωρά μας ταυτόχρονα, ή να προσπαθούμε να συγκεντρωθούμε, ακούγοντας τα παιδιά μας να ουρλιάζουνε δικαίως λόγω του υποχρεωτικού εγκλεισμού. Για όσους νομίζουν ότι θα τη σκαπουλάρουνε λόγω έλλειψης τέκνων ή ακραίας διάθεσης για λούφα και άσκοπο σερφάρισμα στο ίντερνετ υπάρχουν και τα software παραγωγικότητας, τα οποία πλέον χρησιμοποιούνται για να παρακολουθούν οποιαδήποτε εργασία εκτελούμε στον υπολογιστή και να μας επαναφέρουν στην τάξη όταν παρααργούμε στην τουαλέτα, ενεργοποιώντας σειρήνες και κόκκινα λαμπάκια που αναβοσβήνουν.

Εν κατακλείδι

Είτε με τη ραψωδική ρητορική της οδύσσειας το 2010, είτε με την πολεμική ρητορική του σήμερα, το αποτέλεσμα για εμάς είναι ένα, η ακραία υποτίμηση των ζωών μας. Ο πόλεμος άλλωστε δεν είναι τίποτε άλλο από τη συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα. Ακόμη και στον συγκεκριμένο που δε διεξάγεται με βόμβες, το κεφάλαιο σε πολλούς τομείς αβγατίζει, όπως έγινε και στον πρώτο και στο δεύτερο παγκόσμιο. Ο καπιταλισμός δεν ήταν, δεν είναι και δε θα γίνει πότε ανθρωποκεντρικό σύστημα.

Είτε εργαζόμενοι, είτε άνεργοι, είτε συνταξιούχοι, είτε άποροι, είτε άρρωστοι, είτε υγιείς, είτε ζωντανοί, είτε νεκροί, είμαστε γι’ αυτούς μόνο αριθμοί και ποσοστά. Όσοι την προηγούμενη δεκαετία θεώρησαν ότι θα τη γλυτώσουν λουφάζοντας σε μια γωνιά, κάνοντας τους αόρατους, ενώ οι συνάδελφοι από τα διπλανά τους πόστα απολύονταν, όσοι οπαδοί της προτεσταντικής ηθικής θεωρούν ότι θα την παλέψουν γιατί έχουν αποταμιεύσει, όσοι λακέδες, ρουφιάνοι των αφεντικών νομίζουν ότι θα τη βγάλουν καθαρή και αυτή τη φορά, χαιρετίσματα… η νέα κανονικότητα επιβάλλεται οριζόντια και κάθετα.

Στην παρούσα συγκυρία είναι επιτακτική η ανάγκη να ξανά ορίσουμε τη θέση μας, αποκτώντας τη συνείδηση αυτής. Πρέπει να εξηγήσουμε τις ίδιες μας τις πράξεις. Τί παράγουμε, γιατί το παράγουμε, τί καρπωνόμαστε τελικά από αυτή τη διαδικασία, ποιό το νόημα αυτού του αέναου κύκλου παραγωγής και κατανάλωσης. Χωρίς εμάς κανενός είδους παραγωγή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Δεν είμαστε αριθμοί, είμαστε οι μοναδικοί παραγωγοί του πλούτου και των κερδών τους. Στο χέρι μας είναι το αν θα συνεχίσουμε να ζούμε σαν σκλάβοι, μην ορίζοντας την εργατική μας δύναμη, μην ορίζοντας μήτε καν το ίδιο μας το σώμα.